Ο Ανδρέας πηγαινοερχόταν καθημερινά με λεωφορείο στην δουλειά του, νωρίς το πρωί κάθε μέρα, και πίσω το απόγευμα. Μιλάμε τώρα λεωφορεία γκαζοζέν, δράμα όχι αστεία, αν μπορεί κανείς να φανταστεί λεωφορεία που βλέπουμε στις ταινίες της δεκαετίας του '50 και βγάλε να κυκλοφορούν στον 21ο αιώνα, κι όμως! Όπως ήταν φυσικό έμαθε γρήγορα όλους τους άλλους ομοιοπαθείς που έπαιρναν το λεωφορείο ίδια ώρα από την ίδια στάση. Ίδια ώρα δηλαδή, τρόπος του λέγειν. Το λεωφορείο ήταν όντως ίδιο, απλώς μια μέρα πιο βρώμικο και πιο παληό. Η ώρα πάλι..., εκείνη έπαιζε ανάλογα με την ώρα που είχε αποφασίσει ο οδηγός να ξεκινήσει... Όλοι οι επιβάτες κάθε στάσης γνώριζαν τις φάτσες των υπολοίπων, άλλωστε δεν ήταν και πολλοί σ' αυτή την φτωχή και ξεχασμένη γωνιά της σύγχρονης Ελλάδας. Λίγοι, μεροκαματιάρηδες όλοι, άνθρωποι του μόχθου και της πιάτσας.
Μια μέρα όμως, βλέπει ο Ανδρέας έναν "καινούριο". Ήταν κάπως διαφορετικός, καλύτερο ντύσιμο, καλύτερο στήσιμο, πιο ματσωμένος και καλοταϊσμένος, κάπως απόμακρος από τους άλλους που περίμεναν μαζί, πως θα το χαρακτήριζε ο Ανδρέας, κάτι του έλεγε μέσα του την λέξη "κουλτουριάρης", δεν ήθελε όμως να είναι προκατειλημμένος και την απόδιωχνε. Το σίγουρο ήταν ότι έδειχνε κάπως παράξενος. Τραβούσε το βλέμμα αμέσως. Το πιο παράξενο απ' όλα μ' αυτόν όμως ήταν άλλο. Όταν ήρθε το λεωφορείο, όλοι μπήκαν μέσα εκτός απ' αυτόν.
Ο Ανδρέας αναρωτήθηκε κι αυτός όπως όλοι, τον έβγαλε όμως γρήγορα από το μυαλό του, "απλώς θα περίμενε κάποιον", σκέφτηκε, και ξέχασε το συμβάν. Δεν μπόρεσε όμως να το αφήσει ξεχασμένο για πολύ, γιατί την επόμενη μέρα, τσουπ, νά' σου τον πάλι ο παράξενος άνδρας να περιμένει στην στάση μαζί με τους άλλους. Όμως και πάλι δεν μπήκε στο λεωφορείο! Δύο μέρες συνέχεια ήταν δύσκολο να αγνοηθούν, ακόμα και από τον Ανδρέα που σε γενικές γραμμές κοίταζε την δουλειά του. Την τρίτη μέρα, πάλι τα ίδια. Ο άνδρας να περιμένει μαζί με όλους, όταν όμως ήρθε το λεωφορείο, το άφησε να φύγει χωρίς να μπει. Κι αυτό συνεχιζόταν κάθε μέρα.
Οι υπόλοιποι που έμπαιναν στο λεωφορείο, άρχισαν να το συζητάνε. Τι άραγε κάνει αυτός εκεί κάθε μέρα; Περιμένει κάποιον, συναντάει κάτι; Ήταν στα καλά του, ή ήταν βλαμμένος; Ήταν κανονικός ή ήταν “χαφιές”, τέτοια τους περνούσαν απ' το μυαλό, κι ο καθένας έφτιαχνε και μια θεωρία και ήταν πολύ πρόθυμος να την υποστηρίξει μεγαλόφωνα στους άλλους, όσο πυκνά πατικωμένοι κι αν ήταν οι επιβάτες που ξεχείλιζαν το λεωφορείο. Στον Ανδρέα καμμία τους δεν φαινόταν πειστική. Ένας από τους άλλους της ίδιας στάσης, που είχε χάσει μια μέρα το συνηθισμένο δρομολόγιο, βεβαίωσε τους πάντες ότι μέσα στο άγχος του που είχε αργήσει, τον πρόσεξε εκεί και στο επόμενο, αλλά και πάλι δεν το πήρε το λεωφορείο όταν ήρθε. Και κάποιος που δούλευε με εναλλασσόμενο ωράριο βεβαίωσε ότι μέχρι σχεδόν το μεσημέρι, ο άνδρας ήταν εκεί, να περιμένει το λεωφορείο και ποτέ να μην το παίρνει. Όλοι τον είχαν προσέξει. Κανείς δεν τον είχε δει να κάνει κάτι στην στάση άλλο από το να περιμένει, κανείς δεν μπορούσε να εξηγήσει το φαινόμενο, όλοι όμως αναρωτιόντουσαν.
Όπως εξήγησα, ο Ανδρέας δεν ήταν κουτσομπόλης. "Ο άνθρωπος δεν ενοχλεί κανέναν" σκεφτόταν. “Αν θέλει να περιμένει στην στάση χωρίς να παίρνει το λεωφορείο, δικαίωμά του, τι με κόφτει εμένα;”, προσπαθούσε να πείσει τον εαυτό του να αγνοήσει την κατάσταση. Όμως κάτι στην όλη υπόθεση τον προκαλούσε, η περίπτωση του είχε καρφωθεί στο μυαλό και η περιέργειά του κάθε μέρα μεγάλωνε. Κι ο άνδρας, δεν βοηθούσε κι αυτός την κατάσταση, εκεί, κάθε μέρα, κάθε πρωί τα ίδια. Ώσπου μια μέρα χωρίς καλά-καλά να το αποφασίσει συνειδητά, σχεδόν σαν να του ξέφυγε, δεν άντεξε ο Ανδρέας, πήρε βαθειά αναπνοή, τον πλησίασε και του λέει:
"Ρε φίλε, με συγχωρείς δηλαδή κιόλας, αλλά έχω μια απορία...". Ο άνδρας ανασήκωσε το βλέμμα του και, χωρίς να μιλήσει, περίμενε την ερώτηση ήρεμος, χωρίς ούτε να ενθαρρύνει τον Ανδρέα ούτε να τον αποθαρρύνει. "Αναρωτιέμαι...", συνέχισε με ελαφρύ δισταγμό ο Ανδρέας, "...τι κάνεις εδώ κάθε μέρα, από τόσο πρωί;". "Μα, ό,τι κι εσείς", απάντησε απορημένος ο άνδρας από την ερώτηση, "περιμένω το λεωφορείο". "Ε τότε, γιατί δεν το παίρνεις κι εσύ όπως κι εμείς;". "Α, αυτό", γέλασε ο άνδρας, σαν μόλις να κατάλαβε την εντύπωση που έδινε στους άλλους. "Ναι, αυτό", είπε ο Ανδρέας κάπως πιο απότομα απ' όσο σκόπευε, "λίγο σου φαίνεται;". "Να σου πω", πήρε ένα ελαφρά απολογητικό τόνο ο άνδρας, "να σου πω..., πώς είναι τ' όνομά σου;", "Ανδρέας", "Να σου πω Ανδρέα..., περιμένω το λεωφορείο και θέλω να το πάρω να πάω κι εγώ στον προορισμό μου όπως όλοι σας, αλλά, τι να σου, το βλέπω έτσι παληό, θορυβώδες, φίσκα γεμάτο, ρυπογόνο, να κυκλοφορεί μέσα στο καυσαέριο, βρώμικο, χωρίς θέρμανση το χειμώνα, χωρίς κλιματισμό το καλοκαίρι, οι επιβάτες άλλοι αγενείς, άλλοι βρώμικοι, άλλοι άρρωστοι να φταρνίζονται χωρίς μαντήλι, ο οδηγός χωρίς στολή, αξύριστος άξεστος κι επικίνδυνος, εισπράκτορας πια δεν υπάρχει, πανάκριβο, πάντα καθυστερημένο, πάντα κολλημένο στην κίνηση, τι να σου πω τα ξέρεις, και λίγα λέω δηλαδή, κι αυτό το φοβερό ξεπλυμένο χρώμα του που δεν μπορώ να καταλάβω τι ήταν πριν, μπλε που έγινε γαλάζιο, πράσινο που έγινε λαδί, κόκκινο που ρόζισε... Μέχρι μαθαίνω πως αλλού λέει κι αλλού πηγαίνει τελικά, αν είναι δυνατόν!! Το βλέπω αυτό το χάλι και με πιάνει απελπισία, γι' αυτό δεν μπαίνω. Και να σου πω την αλήθεια μου, χαίρομαι που με ρώτησες γιατί, τόσες μέρες κι εγώ το έχω στην άκρη της γλώσσας μου να ρωτήσω κάποιον, με τέτοια απαράδεκτη κατάσταση, πώς σας πηγαίνει η καρδιά σας και το παίρνετε το λεωφορείο;".
Ο Ανδρέας έμεινε εμβρόντητος για λίγα μεγάλης διάρκειας δευτερόλεπτα. Αν αυτές οι ιστορίες με τον Murphy και τους νόμους του ήταν αλήθεια, θα' ρχόταν αυτή ακριβώς την κρίσιμη στιγμή το περί ου ο λόγος ακατονόμαστο λεωφορείο, η συζήτηση θα διακοπτόταν πρόωρα και θα χάναμε για πάντα την συνέχεια, ευτυχώς όμως ο Ανδρέας ξαναβρήκε την μιλιά του γρήγορα, και είχε ακόμα μια απορία αναπάντητη. "Εντάξει, αφού είναι χάλια τα λεωφορεία, τι περιμένεις στην στάση κάθε μέρα;". "Μα να περάσει ένα λεωφορείο της προκοπής! Ένα λεωφορείο που θα πηγαίνει εκεί που λέει, αν μη τι άλλο!". Κόκκαλο πάλι ο Ανδρέας. Και πάλι όμως δεν το έβαλε κάτω. Του πήρε πάλι λιγες στιγμές να αναδιοργανώσει την σκέψη του, μετά όμως από άλλη μια μικρή παύση είχε κι άλλη ερώτηση έτοιμη: "Και..., δηλαδή πώς θα το γνωρίσεις όταν θα είναι της προκοπής;". Ήταν σειρά του άνδρα να μείνει σιωπηλός για λίγο. Κι αυτός όμως δεν κόλωσε για πολύ. "Μμμμ, καλή ερώτηση, υποθέτω πως..., θα είναι λευκό!”.
Εκείνη την στιγμή, ήρθε όντως το λεωφορείο, και ο Ανδρέας έκανε να μπει. Την στιγμή που ανέβαινε την σκάλα ακούστηκε ο άνδρας να φωνάζει από πίσω, σαν ξαφνικά να είχε θυμηθεί κάποια εκκρεμότητα: "Κι εσύ όμως δεν μου είπες; Εσύ γιατί δέχεσαι αυτή την απαράδεκτη κατάσταση; Γιατί μπαίνεις σ' αυτό το φρικτό λεωφορείο κάθε μέρα;". Ο Ανδρέας είχε δέκατα του δευτερολέπτου για να φωνάξει την απάντησή του καθώς ήδη έκλεινε η πόρτα πίσω του. Δεν είχε όμως πρόβλημα να προλάβει, η απάντηση του ήρθε αυτόματα κι εγκαίρως. "Γιατί θέλω να πάω στην δουλειά μου!"._
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου